κόρεις

κόρεις
κόρις
bug
masc nom/voc pl (attic epic ionic)
κόρις
bug
masc nom/acc pl (attic ionic)
κόρις
bug
masc nom pl (attic epic)
κορέω
satiate
imperf ind act 2nd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόρις — ο (ΑM κόρις, ιος και αττ. τ. εως, ὁ και ἡ, και κόρις, ιδος, ή) 1. το παράσιτο και ενοχλητικό έντομο κοριός (α. «κόρεις οἱ ἀπὸ κλίνης», Διοσκ. β. «κόρεων ὥσπερ ἡμεῑς ἀνάπλεως», Λουκιαν.) αρχ. 1. το φρυγανώδες και θαμνώδες φυτό υπερικόν το… …   Dictionary of Greek

  • Χαλέτ - εμπν - ελ Ουαλίντ — Άραβας πολεμιστής και μετά στρατηγός που αποκαλείται μάχαιρα του Θεού. Ανήκε στην οικογένεια των Κορέις και γεννήθηκε το 582. Αρχικά αντιτάχθηκε στη νέα θρησκεία του Μωάμεθ, τον οποίο νίκησε σε μια μάχη στο Οχόδ. Αργότερα μετανάστευσε (628) από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”